Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

ΑΔΕΚΑΣΤΟΣ


Γιατί μερικοί άνθρωποι θέλουν να έχουν το κούτελό τους καθαρό.


Είναι μία λέξη που τη χρησιμοποιούνε πολλοί. Έστω αρκετοί. Εντάξει, εγώ και μερικοί ακόμη. Δεν παύει όμως να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα λέξη.

Ο Μπαμπινιώτης, [ένας είναι ο Μπαμπινιώτης], (2002) Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, αναφέρει ότι αδέκαστος είναι αυτός που δε δωροδοκείται. Και προέρχεται από το στερητικό α συν τη λέξη δεκάζομαι.

Το δεκάζομαι όπως καταλαβαίνετε, έχει σχέση με τον αριθμό δέκα. Και έχει καταγωγή, όπως και πολλά άλλα πράγματα, στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αρχαία Αθήνα.

Πολύ πριν γίνει Δημοκρατία, λίκνο του πολιτισμού και σημείο αναφοράς, η Αρχαία Αθήνα ήταν μια πόλη-κράτος που μαστιζότανε από τη διαφθορά. Χειρότερα και από κλαμπ της παραλιακής. Χειρότερα και από γραφείο Υπουργού. Όσοι είχανε χρήμα κάνανε κουμάντο και όσοι δεν είχανε, κάναν την πάπια.   

Οι έχοντες και κατέχοντες λοιπόν, κάθε φορά που είχανε κτηματικές διαφορές [στην Αρχαία Αθήνα το 90 τοις 100 των διαφορών είχε να κάνει με τη γη και τα σύκα], πιάνανε το δικαστή που θα εκδίκαζε την υπόθεση και του τα ακουμπάγανε. Και επειδή ακόμη και στη διαφθορά υπάρχουν κανόνες, η προμήθεια είχε οριστεί στο 10 τοις 100 της αξίας του κτήματος. Αντικειμενική ή αγοράς, δεν γνωρίζω.


Υπήρχαν όμως και μερικοί άξιοι λειτουργοί του Νόμου η οποίοι, όπως σε όλες τις εποχές, ήταν μειοψηφία. Και όταν κάποιοι ασυνείδητοι πλούσιοι προσπαθούσαν να τους λαδώσουν, αρνούνταν το δεκάρικο. Εξ’ oύ και αδέκαστοι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια αντιπροσωπεύουν την προσωπική άποψη του/των σχολιαστή/στων. Δεν δημοσιεύονται υβριστικά σχόλια